- ἐπεσπούδαζον
- ἐπισπουδάζωurge onimperf ind act 3rd plἐπισπουδάζωurge onimperf ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επισπουδάζω — ἐπισπουδάζω (Α) 1. παροτρύνω, παρορμώ («ἐπεσπούδαζον οἱ ἄγγελοι τὸν Λὼτ λέγοντες», ΠΔ) 2. σπεύδω (ἐπισπούδασον ἔτι θᾱττον», Λουκιαν.) 3. σπουδαιολογώ, μιλάω σοβαρά σε άκαιρη περίσταση … Dictionary of Greek